- δενδρομαλάχη
- δενδρο-μᾰλάχη [pron. full] [λᾰ], ἡ,A tree-mallow, Lavatera arborea, ib.15.5.6, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δενδρομαλάχη — δενδρομαλάχη, η (Α) το φυτό δεντρομολόχα (Lavatera arborea). [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + μαλάχη «μολόχα»] … Dictionary of Greek
δενδρομαλάχη — tree mallow fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδρομαλάχην — δενδρομαλάχη tree mallow fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek